Μπορεί ένας ναρκισσιστής θεραπευόμενος να προσπαθήσει να χειραγωγήσει την πορεία της θεραπείας; Είναι κάτι που συναντάμε συχνά κυρίως στη θεραπεία ζεύγους αλλά όχι μόνο σε αυτήν, συχνά το συναντάμε και στην ατομική θεραπεία.

Ο ναρκισσιστής ως εξαιρετικά διπλωματικός άνθρωπος, παίζει πάντοτε μια παράσταση είτε βρίσκεται σε ιδιωτικό περιβάλλον η σε δημόσιο. Υπηρετεί έναν ρόλο από τον όποιο ρόλο επιθυμεί να βγαίνει πάντα κερδισμένο το εγώ του. Αυτός είναι ο ένας και μοναδικός σκοπός κάθε πράξης του. Δεν αναγνωρίζει τα λάθη του, ουσιαστικά θα αποφύγει να μιλήσει για αυτά, θα προσπαθήσει με τα λόγια του να πείσει ότι ο ίδιος είναι συναισθηματικά σταθερός και ρυθμισμένος, με λίγα λόγια η προσπάθειά του θα επικεντρωθεί στο να παρουσιαστεί ως ο θετικός καταλύτης κάθε σχέσης.

Σε κάθε νέα μας κοινωνική επαφή και γνωριμία υπάρχει η αναπόφευκτη απεικόνιση κρίσης. Είναι αυτόματη τάση μας να κατατάξουμε κάποιο άτομο που μόλις συναντάμε , είτε προς το «μου αρέσει» , είτε προς το «δεν μου αρέσει». Οι ψυχολογικές έρευνες έχουν δείξει ότι μόνο οι πρώτες στιγμές κάθε νέας μας συνάντησης είναι τα κρίσιμα λεπτά στην απεικόνιση κρίσης. Γεγονός που είναι εξαιρετικά σημαντικό, αλλά και δυσχερές βέβαια, σε πχ μια επαγγελματική συνάντηση. Υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία που αποτελούν σύμπλεγμα θετικών ενδείξεων στην γλώσσα του σώματος, και έχουν αναφερθεί παλιότερα ως «σημάδια αμεσότητας» (Andersen-1985, Mehrabian- 1971).

Νιώθουμε θιγμένοι όταν δεν εισπράττουμε σεβασμό. Τον οποίον για να τον εισπράξουμε πρέπει καταρχάς να τον έχουμε , να σεβόμαστε τον εαυτό μας, και κατά δεύτερον να βάζουμε όρια ώστε να τον κερδίζουμε. Όταν έχουμε όρια, τότε έχουμε και έλεγχο σε ότι σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε και ζούμε. Τα όρια ουσιαστικά αφορούν την αποδοχή της ευθύνης για τον εαυτό μας και το περιβάλλον μας. Η καθιέρωση σαφών ορίων επιδεικνύουν αυτοσεβασμό και είναι βασικό συστατικό για να γίνουμε πνευματικά δυνατότεροι και ψυχικά υγιέστεροι.

Αυτό που καθιστά την θέσπιση ορίων δύσκολο για πολλούς ανθρώπους είναι ο φόβος της εγκατάλειψης ή μη αποδοχής (απόρριψης) από το περιβάλλον, η επιθυμία να αρέσουν καθολικά και άκριτα, και η αβεβαιότητα για το τι να κάνουν αν ξεπεραστούν αυτά τα όρια, δηλαδή η ευθύνη με πράξεις στην διατήρησή τους. Τα σημάδια ότι δυσκολεύεσαι εξαιρετικά να θέσεις όρια είναι συγκεκριμένα:

Οι άνθρωποι αναζητούμε πρότυπα συσχέτισης εννοιών ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχουν , με σκοπό να αποδώσουμε νόημα σε κάθε τι. Θέλουμε να συνδέσουμε τις τελείες ακόμα και όταν οι πληροφορίες ή τα δεδομένα είναι εντελώς άσχετα ή τυχαία μεταξύ τους γιατί πολύ απλά όταν τα ανούσια πράγματα γίνονται σημαντικά, η ύπαρξη μας αισθάνεται ιδιαίτερη. Η Αποφένια είναι μια ευρεία έννοια που περιλαμβάνει την αντίληψη ύπαρξης κάποιου προτύπου σε οτιδήποτε, από την ακολουθία αριθμών στα κέρδη του λαχείου έως ένα μοτίβο σε στατιστικά δεδομένα ή σε επαναλήψεις τυχαίων γεγονότων.

Κάθε μας ένστικτο, όσο επιφανειακά κι αν εκφράζεται, ουσιαστικά συνδέεται με τα δυο βασικά μας της επιβίωσης (ζωής), και του θανάτου.

Τι μας κάνει να εμπιστευόμαστε ακραία το ένστικτό μας; Γιατί δύσκολα το αμφισβητούμε; Κι είναι τελικά ένας ασφαλής οδηγός για τις επιλογές μας;

Σε όλους μας εκφράζεται κατά καιρούς το φαινόμενο της παράδοξης επιθυμίας. Ως τέτοια εννοούμε οποιαδήποτε κατάσταση την οποία η λογική λέει ότι πρέπει να αποφύγουμε, αλλά υπάρχει η έντονη επιθυμία μας να την ακολουθήσουμε. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της παράδοξης επιθυμίας είναι το φαινόμενο «υψηλής θέσης» όπως ονομάζεται: εάν βρεθούμε στην άκρη της στέγης ενός πολύ ψηλού κτιρίου το να κοιτάξουμε κάτω είναι παραπάνω από τρομακτικό. Αυτό δεν οφείλεται μόνο λόγω του συνειδητού φόβου να πέσουμε, αλλά και της ασυνείδητης επιθυμίας και παρόρμησης να πηδήξουμε. Αυτό έχει ονομαστεί «φαινόμενο υψηλής θέσης» και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένδειξη αυτοκτονικού ιδεασμού. Συχνά εμφανίζεται σε άτομα που είναι ευαίσθητα στο άγχος και γενικά εμφανίζεται έως και στο 60% του γενικού πληθυσμού χωρίς καμία κλινική διάγνωση.

Η ζήλεια είναι φυσιολογικό συναίσθημα το οποίο κάθε άνθρωπος θα νιώσει κάποιες στιγμές της ζωής του , και μπορεί να έχει και θετικό αντίκτυπο ενεργοποιώντας τον προς την κατεύθυνση επίτευξης ή απόκτησης.

Όταν η ζήλεια αποκτά διάρκεια και εκτείνεται ως συναίσθημα σε μια διαρκή αρνητικότητα προς κάθε κατάσταση που δεν περιλαμβάνει το άτομο, τότε μιλάμε για φθόνο. Συνοπτικά προσωπικά την ζήλεια θα την όριζα ως «επιθυμώ αυτό που έχεις ή σου συμβαίνει» και τον φθόνο ως «δεν αντέχω να σε βλέπω να έχεις ή να σου συμβαίνει αυτό που επιθυμώ αλλά δεν συμβαίνει σε μένα».

Σελίδα 1 από 15